- παρεμφέρω
- παρεμ-φέρω,A to be somewhat like, Asclep. ap. Gal.14.168.II [voice] Pass., to be brought in besides, Vett. Val.246.15.2 float in as well, Gal.19.616.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεμφέρω — Α [εμφέρω] 1. είμαι λίγο ή κάπως όμοιος («ἄλυσσος βοτάνη τῷ πρασίῳ παρεμφέρουσα», Ασκληπιάδ. Ν.) 2. παθ. παρεμφέρομαι εισάγομαι κάπου επί πλέον 3. παθ. κυμαίνομαι επίσης κι εγώ («τὰ παρεμφερόμενα ἐν τῷ χύματι», Γαλ.) … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek